- ὁμοφύλων
- ὁμοφύ̱λων , ὁμόφυλοςof the same racemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
племеньникъ — ПЛЕМЕНЬНИК|Ъ (4*), А с. 1.Родственник: Оу другомъ пакъ лѣтѣ. стала межи на(с) замѧтнѧ. нашь племеньни(к) Бекбула(т)ъ. и Хо(ч)жа Мединъ ѹчинилсѧ намъ ворогъ. Гр 1393 (1, ю.р.); но онъ [постник] Ꙋбо гнѣвомь и сѹровьств(о)||мь мечь приемлеть… сво˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
αντέρως — Μυθολογικό πρόσωπο. Αδελφός του Έρωτα, γιος της Αφροδίτης και του Άρη, προσωποποίηση της αμοιβαιότητας στον έρωτα και ειδικότερα μεταξύ ομοφύλων εφήβων. Ήταν επίσης θεός που τιμωρούσε τη σκληρότητα ή την απιστία στον έρωτα. Άλλοι αποδίδουν στον A … Dictionary of Greek
κοτζαμπασισμός — και κοτσαμπασισμός και κοτζιαμπασισμός, ο 1. η αυταρχική και δεσποτική συμπεριφορά τών κοτζαμπάσηδων έναντι τών ομοφύλων τους χριστιανών 2. μτφ. δεσποτισμός, σατραπισμός, αυταρχικότητα, αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτζάμπασης. Η λ., στον τ.… … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… … Dictionary of Greek
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
σύμπνοια — η, ΝΜΑ [σύμπνους] 1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῑς καθ ἡμᾱς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.) 2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» με απόλυτη… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Καλιακούδας, Λουκάς — (Λιδορίκι 1760 – 1807). Κλεφταρματολός. Υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, μετά τη σύλληψη του οποίου κατέφυγε στην Αιτωλία. Το 1805 συνεργάστηκε με τον Αλή πασά και διετέλεσε καπετάνιος στο αρματολίκι του Φύδαρη. Το 1807 επαναστάτησε και… … Dictionary of Greek